- κορυμβα
- κόρυμβατά pl. к κόρυμβος См. κορυμβος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόρυμβα — κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβαι — κορύμβᾱͅ , κορύμβη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβ' — κόρυμβα , κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl κόρυμβε , κόρυμβος uppermost point masc voc sg κόρυμβαι , κορύμβη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
ACROSTOLIUM — Graece Α᾿κροςτόλιον, in nave dicitur summa pars prorae, sicut ἄφλαςτον, Latine Aplustre, summa parspuppis: Graeci tamen τὸ ἄφλαςτον etiam ἀκροςτόλιον exposuerunt, h. e. proroe summitatem. Est aurem prora proprie pars navis anterior quae a carina… … Hofmann J. Lexicon universale
ALATI — Dracones, apud Poetas passim occurrunt. Lucan. l. 9. v. 729. ducitis altum Aera cum pennis Hinc currum Cereris alatis draconibus vehi finxêre: Orpheus in Hymno Cereris, Α῞ρμα δρακοντέιοσιν ὑπόζεύξασα χαλινοῖς, Currui (volucrium) draconum Frena… … Hofmann J. Lexicon universale
πρωρήσια — τὰ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) τα ακραία τμήματα τής πρώρας πλοίου, τα κόρυμβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα (πρβλ. πρυμνήσια < πρυμνήσιος*)] … Dictionary of Greek
στεύμαι — Α (επικ. τ.) (αποθ.) προσποιούμαι, καμώνομαι ότι θέλω τάχα να κάνω κάτι ή υπόσχομαι ή και απειλώ ότι δήθεν θα κάνω κάτι («στεῡται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικό ρ. σχηματισμένο από έναν τ. παρατατικού στεῦτο, ο οποίος … Dictionary of Greek